- περιπτύσσομαι
- μετ. уст. обнимать, заключать в объятия, сжимать в объятиях
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπτύσσομαι — περιπτύσσω enfold pres ind mp 1st sg περιπτύσσω enfold pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκαλιάζω — 1. περικλείω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σφίγγω στο στήθος μου, περιπτύσσομαι 2. σχηματίζω αγκαλίδες, δεμάτια 3. υποδέχομαι κάποιον με προθυμία, υποστηρίζω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαλιά. ΠΑΡ. αγκάλιασμα, αγκαλιαστός] … Dictionary of Greek
αμφιχέω — ἀμφιχέω (Α) Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω παθ. 1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού 2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος] … Dictionary of Greek
αντιπεριβάλλω — ἀντιπεριβάλλω (Α) 1. (για επίδεσμο) περιβάλλω, περιτυλίσσω προς το αντίθετο μέρος 2. περιπτύσσομαι, αγκαλιάζω κι εγώ 3. ( ομαι) περικυκλώνομαι … Dictionary of Greek
θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… … Dictionary of Greek
περιαγκαλώ — έω ή περιαγκαλίζω Μ περιπτύσσομαι, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγκάλη] … Dictionary of Greek
περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… … Dictionary of Greek
περιλαμπάνω — ΝΜ και περιλαμπάζω Ν περιβάλλω κάποιον με τα χέρια μου, εναγκαλίζομαι κάποιον, περιπτύσσομαι («περιλαμπάνει με, μυριοκαταφιλεῑ με», Λίβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιλαμβάνω, πιθ. κατ επίδραση τού λάμπω] … Dictionary of Greek
περιπλευρίζω — Α αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι, περιπτύσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλευρά + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
περιπτύσσω — ΝΜΑ (το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαι περιβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχα β. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι… … Dictionary of Greek
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek